- δῶρα
- δῶρονgiftneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δώρα ντ’ Ίστρια — (Dora d’ Istria, Βουκουρέστι 1828 – Φλωρεντία 1868). Φιλολογικό ψευδώνυμο της Ρουμάνας δοκιμιογράφου και διηγηματογράφου Ελένης Γκίκα. Η Δ. ντ’ Ί. ήταν κόρη του πρίγκιπα Μιχαήλ, υπουργού Εσωτερικών της Βλαχίας. Πριν από τον γάμο της με τον… … Dictionary of Greek
Δῶρα καὶ σοφοὺς παρήπαφεν. — См. Дары и мудрых ослепляют … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Δῶρα θεοὺς πείθει καὶ αἰδοίους βασιλῆας. — См. Дары и мудрых ослепляют … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Δῶρα καὶ θεοὺς πείθει. — См. Дары и мудрых ослепляют … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πείθειν δῶρα και θεοὺς λόγος. — πείθειν δῶρα και θεοὺς λόγος. См. Дары и мудрых ослепляют … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἐχθρῶν ἄδωρα δῶρα οὐκ ὀνήσιμα. — ἐχθρῶν ἄδωρα δῶρα οὐκ ὀνήσιμα. См. Недруг дарит, зло мыслит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ίστριας, Δώρα — Βλ. λ. Δώρα ντ’ Ίστρια … Dictionary of Greek
Στράτου, Δώρα — Ιδρύτρια του ομώνυμου συγκροτήματος Ελληνικών Λαϊκών Χορών (Αθήνα 1903 – 1988). Σπούδασε πιάνο, χορό και θέατρο στην Αθήνα και στο εξωτερικό, όπου έζησε από το 1922 1932 (Βερολίνο, Παρίσι, Νέα Υόρκη). Η δημιουργική εργασία της στον τομέα της… … Dictionary of Greek
αντίφερνα — Δώρα του γαμπρού προς τη νύφη σε ανταπόδοση για την προίκα, αντιπροίκι(αντί + φερνής = αντί προίκας). Τα α. αναφέρονται στον Κώδικα του Ιουστινιανού και στις Νεαρές του ίδιου και του Λέοντα. Αποτελούσαν μορφή προγαμιαίας δωρεάς. Ανάλογη δωρεά… … Dictionary of Greek
δῶρ' — δῶρα , δῶρον gift neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)